- δίπτωτος
- -η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].
Dictionary of Greek. 2013.